ΒΙΟΤΟΥΡΙΣΜΟΣ – Καινοτόμες πρακτικές στον Βιοτουρισμό. Το εν λόγω πρόγραμμα αναδύεται ως φυσική συνέπεια της ανάγκης για συντονισμένη οικονομική συνεργασία ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αλβανία. Προωθεί την βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, με στόχο την περαιτέρω επέκταση μιας συνεργασίας βασισμένης σε κοινές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες για την υποστήριξη των τοπικών κοινοτήτων της Κορυτσάς στην Αλβανία και της Πρέσπας στην Ελλάδα. Το εγχείρημα χρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό πρόγραμμα Εδαφικής Συνεργασίας, «Πρόγραμμα IPA (Μηχανισμός Προενταξιακής Βοήθειας) Διασυνοριακής Συνεργασίας Ελλάδας- Αλβανίας 2007-2013» και από Εθνικούς Πόρους της Ελλάδας και της Αλβανίας και θα ολοκληρωθεί σε 18 μήνες.
Πρωταρχικός στόχος του έργου είναι να προωθηθεί η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, ώστε να αυξηθεί το βιοτικό επίπεδο και να διευκολυνθούν οι διασυνοριακές σχέσεις της Πρέσπας και της Κορυτσάς, μέσω της ενίσχυσης της ποιότητας του τουρισμού τους.
Στόχοι
- Η δημιουργία ενός διασυνοριακού δικτύου συνεργασίας και η ανάπτυξη κοινών διασυνοριακών τουριστικών πακέτων προστιθέμενης αξίας.
- Η αναβάθμιση της ποιότητας του τουρισμού στις παρεμβαλλόμενες περιοχές μέσω πρωτοποριακών πρακτικών στα πεδία του πολιτισμού και του περιβάλλοντος, καθώς και με τη διαδραστική συμμετοχή όλων των συνεργαζόμενων μερών.
- Η συμμετοχή των τοπικών αρχών σε πρότυπα υψηλής ποιότητας στον τομέα του τουρισμού.
- Η αποτελεσματική διαχείριση των τοπικών ανθρώπινων και φυσικών πόρων και των αξιών που πηγάζουν από την παράδοση, την ιστορία και την εθνική ποικιλομορφία, αντικατοπτρίζοντας τις ανάγκες της περιοχής.
Περιοχή παρέμβασης
Η υπό μελέτη περιοχή του προγράμματος «Καινοτόμες πρακτικές στον Βιοτουρισμό – Βιοτουρισμός» καλύπτει τη διασυνοριακή περιοχή της Περιφέρειας της Κορυτσάς στην Αλβανία και του της Περιφερειακής Ενότητας της Φλώρινας στην Ελλάδα.
Η περιοχή μελέτης (με κόκκινο χρώμα) και η περιοχή του έργου ΒΙΟΤΟΥΡΙΣΜΟΣ (κίτρινα σημεία) στην Ελλάδα και την Αλβανία.
Έκταση (km2) στη Φλώρινα και στην Κορυτσά.
ΕΛΛΑΔΑ | ||
Περιφερειακή Ενότητα | Πρωτεύουσα | Έκταση (τ.χλμ.) |
Φλώρινα | Φλώρινα | 1.869,41 |
ΑΛΒΑΝΙΑ | ||
Περιφέρεια | Πρωτεύουσα | Έκταση (τ.χλμ.) |
Κορυτσά | Κορυτσά | 3.035,16 |
Η μελέτη εστιάζει στο Δήμο Πρεσπών της Περιφερειακής Ενότητας Φλώρινας στην Ελλάδα και στις Επαρχίες Drenova, Voskopoja, VithkuqiandLiqenas της Περιφέρειας της Κορυτσάς στην Αλβανία. Συμπεριλαμβάνεται και η περιοχή της Μικρής Πρέσπας στην Αλβανία της Κοινότητας Devoll.
Μεθοδολογία
Για τη διεξαγωγή της έρευνας χρησιμοποιήθηκαν διάφορες πηγές για συλλογή στοιχείων στην προσπάθεια μιας ενδελεχούς κατανόησης των τρεχουσών συνθηκών στη διασυνοριακή περιοχή της Πρέσπας και της Κορυτσάς. Ρόλο κλειδί στην έρευνα παίζει η ταυτοποίηση των πυρήνων ανταγωνιστικότητας της περιοχής, όσον αφορά στην φυσική και πολιτιστική κληρονομιά και η ανάλυση των προκλήσεων.
Η πρωτογενής έρευνα προϋπέθεσε ένα καλά προετοιμασμένο σχέδιο πεδίου, που βασίστηκε σε μια προκαταρτική έρευνα για τη συγκέντρωση των υφιστάμενων επιστημονικών αναφορών για την περιοχή (συλλογή δευτερογενών στοιχείων).
Στην πρώτη φάση της έρευνας έγινε συλλογή δευτερογενών δεδομένων από επίσημες κυβερνητικές πηγές, στατιστικά στοιχεία και επίσημες ιστοσελίδες των τοπικών φορέων τουρισμού, από τοπικές δημόσιες υπηρεσίες και ιστοσελίδες τουριστικών πληροφοριών. Οι πηγές αυτές προσέφεραν ζωτική πληροφόρηση για το σχηματισμό και την ανάλυση των τωρινών διεθνών συνθηκών στην τουριστική αγορά και της τωρινής κοινωνικοοικονομικής κατάστασης της διασυνοριακής περιοχής. Ένα μειονέκτημα σε αυτό το στάδιο ήταν η έλλειψη βασικών στατιστικών στοιχείων για τα μικρά αγροτικά μέρη της διασυνοριακής περιοχής. Τα δευτερογενή δεδομένα ανέδειξαν ποικίλες βέλτιστες διεθνείς πρακτικές, οι οποίες καθορίζουν τις κατευθυντήριες γραμμές και τα κριτήρια της βιώσιμης ανάπτυξης του Βιοτουρισμού. Επιπλέον, επιστημονικές εργασίες και άρθρα, καθώς και υφιστάμενοι χάρτες χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον. Η παρούσα έρευνα εντάσσεται σε ένα ήδη υπάρχον σώμα γνώσης, σχετικά με τα ιστορικά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της Πρέσπας και της Κορυτσάς. Ωστόσο, εστιάζει στην πολιτιστική και φυσική κληρονομιά των δύο περιοχών, δίνοντας έμφαση κυρίως στο κοινό παρελθόν, στην έννοια της διακρατικότητας, σε καινοτόμες πρακτικές συνεργασίας και στοιχεία προστιθέμενης αξίας (added-value assets), που συμπληρώνουν την κατανόηση και τη γνώση για την περιοχή μελέτης.
Το δεύτερο επίπεδο της έρευνας αφορά στη συλλογή πρωτογενών δεδομένων. Διεξήχθη εκτεταμένη έρευνα πεδίου, με σκοπό να συγκεντρωθούν όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τους πολιτιστικούς και φυσικούς πόρους της περιοχής, καθώς και για τις τουριστικές υποδομές. Επιπλέον, έγιναν συνεντεύξεις με τη χρήση ερωτηματολόγιου σε τοπικούς επιχειρηματίες του αγροτουριστικού και του τουριστικού τομέα. Σημαντική δυσκολία αποτέλεσε η έλλειψη βασικών πληροφοριών και στατιστικών για τις τουριστικές πρακτικές και υποδομές του τόπου. Ωστόσο, τα δεδομένα των συνεντεύξεων παρείχαν επαρκή και ικανοποιητικά αποτελέσματα για την ανάλυση. Δόθηκαν διαφορετικές απόψεις αναφορικά με την σπουδαιότητα της υποστήριξης τοπικών τουριστικών πρακτικών και από τις δύο περιοχές, οδηγώντας έτσι σε αμοιβαία αποδοχή της σπουδαιότητας που έχει η δημιουργία μιας κοινής Βιοτουριστικής στρατηγικής.
Τα δεδομένα, που συγκεντρώθηκαν από την πρωτογενή και τη δευτερογενή έρευνα, αναλύθηκαν και οργανώθηκαν σε ειδικές βάσεις δεδομένων σχετικά με τη φυσική και πολιτιστική κληρονομιά της περιοχής υπό μελέτη, ενώ προστέθηκαν νέοι τομείς για τις τουριστικές δραστηριότητες και τις τουριστικές υποδομές του τόπου. Μέσω αυτών των βάσεων δεδομένων, ορίστηκαν τα σημεία ενδιαφέροντος του Βιοτουρισμού και διαμορφώθηκε ένας βιοτουριστικός χάρτης του διασυνοριακού χώρου. Μέσω της ανάλυσης όλων των πληροφοριών, αναγνωρίστηκαν οι καλύτερες περιπτωσιολογικές μελέτες. Η σύνθεση των αποτελεσμάτων της ανάλυσης δεδομένων ανέδειξε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της διασυνοριακής περιοχής, ενώ μέσω της εκτεταμένης εμπειρίας του επιστημονικού επιτελείου του προγράμματος σχηματίστηκε μια βιοτουριστική στρατηγική για την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της περιοχής, καθορίζοντας τις προτεραιότητες και τις προκλήσεις, που πρέπει να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο της τρέχουσας οικονομικής, περιβαλλοντικής και ηθικής κρίσης.